- ψιτ
- Νκλητικό επιφώνημα προς κάποιον που βρίσκεται σχετικά κοντά.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που ανάγεται σε ονοματοποιία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιτ — επιφ., λέξη ονοματοποιημένη από τον ήχο με τον οποίο καλούμε κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπάρκουλης, Αντρέας — (Πειραιάς 1936 –). Ηθοποιός. Ο μεγαλύτερος εγχώριος σταρ των δεκαετιών ’50 και ’60 στον κινηματογράφο, που είδε το όνομα του να γίνεται και σύνθημα («κορίτσια ο Μπάρκουλης...»), σπούδασε στη σχολή Κ. Μιχαηλίδη και αποφοίτησε νωρίτερα από το… … Dictionary of Greek
Φορέν, Ζαν Λουί — (Forain, Ρενς 1852 – Παρίσι 1931). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και σχεδιαστής. Στην αρχή ασχολήθηκε με την εγκαυστική και στη συνέχεια με τη λιθογραφία, αλλά είναι περισσότερο γνωστός ως σκιτσογράφος. Το 1898, τον καιρό της υπόθεσης Ντρέιφους,… … Dictionary of Greek